well connected
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well connected |
συγκριτικός | more well connected |
υπερθετικός | most well connected |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwell connected (en)
- ανήκω σε καλή οικογένεια, για ένα άτομο που έχει σημαντικούς ή πλούσιους φίλους ή συγγενείς
- ⮡ He is well connected.
- Ανήκει σε καλή οικογένεια.
- ⮡ He is well connected.