well
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
well (en)
- καλά, η υγεία μου είναι καλή
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) καλά, καλός, σε καλή κατάσταση ή θέση
- ⮡ All is well here.
- Όλα πάνε καλά εδώ.
- ⮡ All is well that ends well.
- Τέλος καλό όλα καλά.
- ⮡ All is well here.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) καλά που/και, μια καλή ιδέα
- ⮡ It is just as well that I didn’t lend him money.
- Καλά που/Καλά και δεν τον δάνεισα τα χρήματα.
- ⮡ It was just as well that nobody saw you.
- Καλά που δεν σε είδε κανείς.
- ⮡ It is just as well that I didn’t lend him money.
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
well (en)
- καλά, με καλό ή αποδεκτό τρόπο
- ⮡ He speaks English well.
- Μιλάει καλά αγγλικά.
- ⮡ She dresses well.
- Ντύνεται καλά.
- ⮡ They live well on his salary.
- Ζουν πολύ καλά με το μισθό του.
- ⮡ He is in Australia and I hear he is doing very well.
- Είναι στην Αυστραλία και μαθαίνω πάει πολύ καλά.
- ⮡ You’d do well to start early.
- Θα έκανες καλά να ξεκινήσεις νωρίς.
- ⮡ He speaks English well.
- καλά, απόλυτα και σωστά
- ⮡ Shake the bottle well!
- Κούνησε το μπουκάλι καλά!
- ⮡ If I remember well…
- Αν θυμάμαι καλά…
- ⮡ Shake the bottle well!
- πολύ, σε μεγάλο βαθμό
- ⮡ He was leaning well out of the window.
- Έσκυβε πολύ έξω από το παράθυρο.
- ⮡ He was leaning well out of the window.
Σημειώσεις
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαwell (en)
- καλώς, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι αποδέχομαι ότι κάτι δεν μπορεί να αλλάξει
- ⮡ Well, in that case…
- Καλώς, σε τέτοια περίπτωση…
- ⮡ Well, in that case…
- καλά, χρησιμοποιείται για να συμφωνήσω με κάτι, μάλλον απρόθυμα
- ⮡ Well, I will go, if no one else can.
- Καλά, να πάω εγώ, αν δεν μπορεί να πάει κάποιος άλλος.
- ⮡ Well, I will go, if no one else can.
- λοιπόν, χρησιμοποιείται για να συνεχίσει μια συνομιλία μετά από ένα διάλειμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
well | wells |
well (en)
- το πηγάδι
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | well |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wells |
αόριστος | welled |
παθητική μετοχή | welled |
ενεργητική μετοχή | welling |
well (en)
- (αμετάβατο) αναβλύζω, ανεβαίνει στην επιφάνεια κάτι και αρχίζει να ρέει
- ⮡ Tears welled up in her eyes.
- Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της.
- ⮡ Tears welled up in her eyes.
Πηγές
επεξεργασία- well (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- well (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- well (exclamation) - Oxford Learner's Dictionaries
- well (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- well (verb)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 403, 409, 510, 721-722. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβλύζω, καλά, καλώς, λοιπόν, πολύ