better
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbetter (en) (συγκριτικός βαθμός του good)
- καλύτερος, καλυτερεύω, σε υψηλότερο επίπεδο ή ποιότητα· καλύτερο από κάτι άλλο
- ↪ I didn’t manage to make the situation better.
- Δεν κατάφερα να καλυτερέψω την κατάσταση.
- ↪ The weather got better/became better.
- Καλυτέρεψε ο καιρός.
- ↪ His health is continually getting better.
- Η υγεία του καλυτερεύει συνεχώς.
- ↪ I didn’t manage to make the situation better.
Σημειώσεις
επεξεργασία- better at something: καλύτερος σε κάτι
Επίρρημα
επεξεργασίαbetter (en)(συγκριτικός βαθμός του well)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbetter (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) το καλύτερο
- ↪ We will choose the better of the two.
- Θα επιλέξουμε το καλύτερο από τα δύο.
- ↪ We will choose the better of the two.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | better |
γ΄ ενικό ενεστώτα | betters |
αόριστος | bettered |
παθητική μετοχή | bettered |
ενεργητική μετοχή | bettering |
better (en)
- καλυτερεύω, βελτιώνω κάτι
- ↪ It is up to the youth to better society.
- Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.
- ↪ It is up to the youth to better society.