relate to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | relate to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relates to |
αόριστος | related to |
παθητική μετοχή | related to |
ενεργητική μετοχή | relating to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrelate to (en)
- αφορώ, σχετίζομαι μεταξύ/με, σχετικός με, συναφής με, έχω σχέση με κάτι ή κάποιον· αναφέρομαι σε κάτι ή κάποιον
- ⮡ What I’m going to say relates to all of you.
- Ό,τι πω σας αφορά όλους.
- ⮡ She doesn’t pay attention to anything else other than what relates to herself.
- Δεν προσέχει τίποτα άλλο εκτός απ' ό,τι την αφορά.
- ⮡ The two incidents are not related to each other.
- Το δυο περιστατικά δε σχετίζονται μεταξύ τους.
- ⮡ The new measures are related to the residential upgrades in the area.
- Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.
- ⮡ I read a book related to growing flowers.
- Διάβασα ένα βιβλίο σχετικό με την καλλιέργεια των λουλουδιών.
- ⮡ Your question is related to the previous one.
- Το ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη associate
- ⮡ What I’m going to say relates to all of you.
Πηγές
επεξεργασία- relate to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 149. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφορώ