ενεστώτας relate to
γ΄ ενικό ενεστώτα relates to
αόριστος related to
παθητική μετοχή related to
ενεργητική μετοχή relating to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
relate to < → δείτε τις λέξεις relate και to

relate to (en)

  • αφορώ, σχετίζομαι μεταξύ/με, σχετικός με, συναφής με, έχω σχέση με κάτι ή κάποιον· αναφέρομαι σε κάτι ή κάποιον
    ⮡  What I’m going to say relates to all of you.
    Ό,τι πω σας αφορά όλους.
    ⮡  She doesn’t pay attention to anything else other than what relates to herself.
    Δεν προσέχει τίποτα άλλο εκτός απ' ό,τι την αφορά.
    ⮡  The two incidents are not related to each other.
    Το δυο περιστατικά δε σχετίζονται μεταξύ τους.
    ⮡  The new measures are related to the residential upgrades in the area.
    Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.
    ⮡  I read a book related to growing flowers.
    Διάβασα ένα βιβλίο σχετικό με την καλλιέργεια των λουλουδιών.
    ⮡  Your question is related to the previous one.
    Το ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη associate