Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας relate to
γ΄ ενικό ενεστώτα relates to
αόριστος related to
παθητική μετοχή related to
ενεργητική μετοχή relating to

  Ετυμολογία επεξεργασία

relate to < → δείτε τις λέξεις relate και to

  Ρήμα επεξεργασία

relate to (en)

  • αφορώ, σχετίζομαι μεταξύ/με, έχω σχέση με κάτι ή κάποιον· αναφέρομαι σε κάτι ή κάποιον
    What I’m going to say relates to all of you.
    Ό,τι πω σας αφορά όλους.
    She doesn’t pay attention to anything else other than what relates to herself.
    Δεν προσέχει τίποτα άλλο εκτός απ' ό,τι την αφορά.
    The two incidents are not related to each other.
    Το δυο περιστατικά δε σχετίζονται μεταξύ τους.
    The new measures are related to the residential upgrades in the area.
    Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη associate

  Πηγές επεξεργασία