σχετίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχετίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος σχετίζω
Ρήμα
επεξεργασίασχετίζομαι
- συνδέομαι λογικά ή αιτιολογικά με κάτι, έχω σχέση
- Ίσως ένας άγνωστος ιός σχετίζεται με την εμφάνιση της επιδημίας.
- (σπανιότερα) συνδέομαι κοινωνικά ή φιλικά με κάποιον, έχω κοινωνική ή φιλική σχέση
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σχετίζομαι | σχετιζόμουν(α) | θα σχετίζομαι | να σχετίζομαι | ||
β' ενικ. | σχετίζεσαι | σχετιζόσουν(α) | θα σχετίζεσαι | να σχετίζεσαι | (σχετίζου) | |
γ' ενικ. | σχετίζεται | σχετιζόταν(ε) | θα σχετίζεται | να σχετίζεται | ||
α' πληθ. | σχετιζόμαστε | σχετιζόμαστε σχετιζόμασταν |
θα σχετιζόμαστε | να σχετιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σχετίζεστε | σχετιζόσαστε σχετιζόσασταν |
θα σχετίζεστε | να σχετίζεστε | (σχετίζεστε) | |
γ' πληθ. | σχετίζονται | σχετίζονταν σχετιζόντουσαν |
θα σχετίζονται | να σχετίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σχετίστηκα | θα σχετιστώ | να σχετιστώ | σχετιστεί | ||
β' ενικ. | σχετίστηκες | θα σχετιστείς | να σχετιστείς | σχετίσου | ||
γ' ενικ. | σχετίστηκε | θα σχετιστεί | να σχετιστεί | |||
α' πληθ. | σχετιστήκαμε | θα σχετιστούμε | να σχετιστούμε | |||
β' πληθ. | σχετιστήκατε | θα σχετιστείτε | να σχετιστείτε | σχετιστείτε | ||
γ' πληθ. | σχετίστηκαν σχετιστήκαν(ε) |
θα σχετιστούν(ε) | να σχετιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σχετιστεί | είχα σχετιστεί | θα έχω σχετιστεί | να έχω σχετιστεί | σχετισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σχετιστεί | είχες σχετιστεί | θα έχεις σχετιστεί | να έχεις σχετιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σχετιστεί | είχε σχετιστεί | θα έχει σχετιστεί | να έχει σχετιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σχετιστεί | είχαμε σχετιστεί | θα έχουμε σχετιστεί | να έχουμε σχετιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σχετιστεί | είχατε σχετιστεί | θα έχετε σχετιστεί | να έχετε σχετιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σχετιστεί | είχαν σχετιστεί | θα έχουν σχετιστεί | να έχουν σχετιστεί |