Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχετισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σχετισμέν
ος
η
σχετισμέν
η
το
σχετισμέν
ο
γενική
του
σχετισμέν
ου
της
σχετισμέν
ης
του
σχετισμέν
ου
αιτιατική
τον
σχετισμέν
ο
τη
σχετισμέν
η
το
σχετισμέν
ο
κλητική
σχετισμέν
ε
σχετισμέν
η
σχετισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σχετισμέν
οι
οι
σχετισμέν
ες
τα
σχετισμέν
α
γενική
των
σχετισμέν
ων
των
σχετισμέν
ων
των
σχετισμέν
ων
αιτιατική
τους
σχετισμέν
ους
τις
σχετισμέν
ες
τα
σχετισμέν
α
κλητική
σχετισμέν
οι
σχετισμέν
ες
σχετισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σχετισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σχετίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
συσχετισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχετισμένος
γαλλικά
:
lié
(fr)