Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συσχετισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συσχετισμέν
ος
η
συσχετισμέν
η
το
συσχετισμέν
ο
γενική
του
συσχετισμέν
ου
της
συσχετισμέν
ης
του
συσχετισμέν
ου
αιτιατική
τον
συσχετισμέν
ο
τη
συσχετισμέν
η
το
συσχετισμέν
ο
κλητική
συσχετισμέν
ε
συσχετισμέν
η
συσχετισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συσχετισμέν
οι
οι
συσχετισμέν
ες
τα
συσχετισμέν
α
γενική
των
συσχετισμέν
ων
των
συσχετισμέν
ων
των
συσχετισμέν
ων
αιτιατική
τους
συσχετισμέν
ους
τις
συσχετισμέν
ες
τα
συσχετισμέν
α
κλητική
συσχετισμέν
οι
συσχετισμέν
ες
συσχετισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συσχετισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συσχετίζω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
si.sçe.tiˈzme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
συσχετισμένος
, -η, -ο
που έχει
συσχετιστεί
με κάτι άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συσχετισμένος
αγγλικά
:
correlated
(en)
γαλλικά
:
corrélé
(fr)