συσχετισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσχετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συσχετίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.sçe.tiˈzme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
συσχετισμένος, -η, -ο
- που έχει συσχετιστεί με κάτι άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσχετισμένος