συναφής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συναφής | η | συναφής | το | συναφές |
γενική | του | συναφούς* | της | συναφούς | του | συναφούς |
αιτιατική | τον | συναφή | τη | συναφή | το | συναφές |
κλητική | συναφή(ς) | συναφής | συναφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συναφείς | οι | συναφείς | τα | συναφή |
γενική | των | συναφών | των | συναφών | των | συναφών |
αιτιατική | τους | συναφείς | τις | συναφείς | τα | συναφή |
κλητική | συναφείς | συναφείς | συναφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συναφής < αρχαία ελληνική συναφής < συνάπτω
Επίθετο
επεξεργασίασυναφής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναφής
|