apt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | apt |
συγκριτικός | apter / more apt |
υπερθετικός | aptest / most apt |
Επίθετο
επεξεργασίαapt (en)
- εύστοχος, ορθός, που είναι κατάλληλος για τις περιστάσεις· που στοχεύει στην ουσία του θέματος
- ⮡ His counterargument was neither strong nor apt enough to weaken our own argumentation.
- Το αντεπιχείρημά του δεν ήταν ούτε αρκετά ισχυρό ούτε εύστοχο για να κλονίσει τη δική μας επιχειρηματολογία.
- ⮡ His counterargument was neither strong nor apt enough to weaken our own argumentation.