Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
akin
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
akin
< a- + kin
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
əˈkɪn
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
akin
(en)
συγγενής, συγγενικός, απ' το ίδιο σόι, ομόαιμος