relevant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | relevant |
συγκριτικός | more relevant |
υπερθετικός | most relevant |
Επίθετο
επεξεργασίαrelevant (en)
- σχετικός, που έχει σχέση με το θέμα που συζητείται ή την κατάσταση που παρουσιάζεται
- ⮡ He doesn’t have the relevant experience.
- Δεν έχει τη σχετική πείρα.
- ⮡ I have the relevant qualifications expected for the position of secretary.
- Έχω τα σχετικά προσόντα που προβλέπονται για τη θέση του γραμματέα.
- ⮡ He doesn’t have the relevant experience.