pertinent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpertinent (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pertinent | pertinents |
θηλυκό | pertinente | pertinentes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαpertinent (fr) αρσενικό ή θηλυκό