Ουσιαστικό

επεξεργασία

impertinence (en)

  1. έλλειψη συνάφειας με το θέμα
  2. αγένεια, αυθάδεια, θράσος



Ετυμολογία

επεξεργασία
impertinence < impertinent

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impertinence impertinences

impertinence (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η έλλειψη συνάφειας με το θέμα, κάτι που είναι άσχετο με το θέμα, ο παραλογισμός
     συνώνυμα: absurdité, extravagance
     αντώνυμα: pertinence
  2. αγένεια, αυθάδεια, θράσος
     συνώνυμα: audace, effronterie, impolitesse, impudence, insolence, outrecuidance
     αντώνυμα: correction, politesse

Συγγενικά

επεξεργασία