impertinence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαimpertinence (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- impertinence < impertinent
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.ti.nɑ̃s/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impertinence | impertinences |
impertinence (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η έλλειψη συνάφειας με το θέμα, κάτι που είναι άσχετο με το θέμα, ο παραλογισμός
- αγένεια, αυθάδεια, θράσος