impertinent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- impertinent < παλαιά γαλλική impertinens
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪm.ˈpɜː.tɪ.nənt/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /ɪm.ˈpɝ.tɨ.nənt/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
impertinent (en)
- άσχετος με το θέμα
- αγενής, προσβλητικός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- impertinent < λατινική impertinens
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.ti.nɑ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impertinent | impertinents |
θηλυκό | impertinente | impertinentes |
impertinent (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- άσχετος με το θέμα
- αγενής, προσβλητικός