Ετυμολογία

επεξεργασία
déférent < λατινική deferens < deferre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.fe.ʁɑ̃/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό déférent déférents
θηλυκό déférente déférentes

déférent (fr)

  1. (ανατομία) που οδηγεί προς τα έξω
    canal déférent - σπερματικός πόρος
  2. σεβαστικός, πλήρης σεβασμού
    attitude déférente - συμπεριφορά πλήρης σεβασμού
    se montrer déférent à l'égard de quelqu'un / envers quelqu'un
    είμαι σεβαστικός προς κάποιον / σέβομαι κάποιον
     συνώνυμα: respectueux
     αντώνυμα: arrogant, effronté, insolent, irrespectueux

Συγγενικά

επεξεργασία