σπερματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπερματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπερματικός[1] < σπέρμα, σπερματ- + -ικός
- για τη φιλοσοφική έννοια < η ελληνιστική σημασία της λέξης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /speɾ.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
σπερματικός, -ή, -ό
- (βιολογία) που σχετίζεται με το σπέρμα
- (φιλοσοφία) στη στωική φιλοσοφία, οι νόμοι της γένεσης που προέρχονται από τη θεότητα και οδηγούν την ενέργεια της ύλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
που σχετίζεται με το σπέρμα
φιλοσοφική έννοια
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπερματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σπερματικός, -ή, -όν
- από σπέρμα, σπερματικός
- (ελληνιστική σημασία , φιλοσοφία) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές επεξεργασία
- σπερματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.