Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερματικός η σπερματική το σπερματικό
      γενική του σπερματικού της σπερματικής του σπερματικού
    αιτιατική τον σπερματικό τη σπερματική το σπερματικό
     κλητική σπερματικέ σπερματική σπερματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματικοί οι σπερματικές τα σπερματικά
      γενική των σπερματικών των σπερματικών των σπερματικών
    αιτιατική τους σπερματικούς τις σπερματικές τα σπερματικά
     κλητική σπερματικοί σπερματικές σπερματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπερματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπερματικός[1] < σπέρμα, σπερματ- + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /speɾ.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπερ‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σπερματικός, -ή, -ό

  1. (βιολογία) που σχετίζεται με το σπέρμα
  2. (φιλοσοφία) στη στωική φιλοσοφία, οι νόμοι της γένεσης που προέρχονται από τη θεότητα και οδηγούν την ενέργεια της ύλης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σπερματικός σπερματική τὸ σπερματικόν
      γενική τοῦ σπερματικοῦ τῆς σπερματικῆς τοῦ σπερματικοῦ
      δοτική τῷ σπερματικ τῇ σπερματικ τῷ σπερματικ
    αιτιατική τὸν σπερματικόν τὴν σπερματικήν τὸ σπερματικόν
     κλητική ! σπερματικέ σπερματική σπερματικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σπερματικοί αἱ σπερματικαί τὰ σπερματικᾰ́
      γενική τῶν σπερματικῶν τῶν σπερματικῶν τῶν σπερματικῶν
      δοτική τοῖς σπερματικοῖς ταῖς σπερματικαῖς τοῖς σπερματικοῖς
    αιτιατική τοὺς σπερματικούς τὰς σπερματικᾱ́ς τὰ σπερματικᾰ́
     κλητική ! σπερματικοί σπερματικαί σπερματικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σπερματικώ τὼ σπερματικᾱ́ τὼ σπερματικώ
      γεν-δοτ τοῖν σπερματικοῖν τοῖν σπερματικαῖν τοῖν σπερματικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπερματικός < σπέρμα, σπερματ- + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σπερματικός, -ή, -όν

  1. από σπέρμα, σπερματικός
  2. (ελληνιστική σημασία , φιλοσοφία) ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία