spermatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spɛʁ.ma.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spermatique | spermatiques |
spermatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spermatique | spermatiques |
spermatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό