ενικός         πληθυντικός  
attitude attitudes

Ουσιαστικό

επεξεργασία

attitude (en)

  • (μετρήσιμο) η στάση, ο τρόπος που σκέφτομαι και νιώθω για κάποιον ή κάτι, ο τρόπος που συμπεριφέρομαι σε κάποιον ή κάτι που δείχνει πώς σκέφτομαι και αισθάνομαι
      a friendly/hostile attitude - φιλική/εχθρική στάση
      his attitude towards me - η στάση απέναντί μου