effronté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- effronté < παλαιά γαλλική esfronté
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effronté | effrontés |
θηλυκό | effrontée | effrontées |
effronté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effronté | effrontés |
θηλυκό | effrontée | effrontées |
effronté (fr)