ξετσίπωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξετσίπωτος < ξετσιπώνομαι + -τος < τσίπα < μεσαιωνική ελληνική τσίπα < σλαβικής προέλευσης tsipa
Επίθετο
επεξεργασία
ξετσίπωτος, -ή, -ο
- που δεν ντρέπεται καθόλου, που «δεν έχει καθόλου τσίπα»
- ※ Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ ἀβγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξετσίπωμα
- ξετσιπώνομαι
- ξετσιπωσιά
- ξετσίπωτα
- → δείτε τη λέξη τσίπα