↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξετσίπωτος η ξετσίπωτη το ξετσίπωτο
      γενική του ξετσίπωτου της ξετσίπωτης του ξετσίπωτου
    αιτιατική τον ξετσίπωτο την ξετσίπωτη το ξετσίπωτο
     κλητική ξετσίπωτε ξετσίπωτη ξετσίπωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξετσίπωτοι οι ξετσίπωτες τα ξετσίπωτα
      γενική των ξετσίπωτων των ξετσίπωτων των ξετσίπωτων
    αιτιατική τους ξετσίπωτους τις ξετσίπωτες τα ξετσίπωτα
     κλητική ξετσίπωτοι ξετσίπωτες ξετσίπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξετσίπωτος < ξετσιπώνομαι + -τος < τσίπα < μεσαιωνική ελληνική τσίπα < σλαβικής προέλευσης tsipa

  Επίθετο

επεξεργασία

ξετσίπωτος, -ή, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία