ξετσίπωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξετσίπωμα < ξετσιπώνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξετσίπωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό, χωρίς γενική)
- η ξετσιπωσιά, η ξεδιαντροπιά, αυτο που δείχνει ότι δεν υπάρχει τσίπα, αξιοπρέπεια, ίχνος φιλότιμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξετσίπωμα
|