ξεδιαντροπιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεδιαντροπιά | οι | ξεδιαντροπιές |
γενική | της | ξεδιαντροπιάς | των | ξεδιαντροπιών |
αιτιατική | την | ξεδιαντροπιά | τις | ξεδιαντροπιές |
κλητική | ξεδιαντροπιά | ξεδιαντροπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεδιαντροπιά < ξεδιάντροπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεδιαντροπιά θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεδιαντροπιά
|