ξετσιπωσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξετσιπωσιά | οι | ξετσιπωσιές |
γενική | της | ξετσιπωσιάς | των | ξετσιπωσιών |
αιτιατική | την | ξετσιπωσιά | τις | ξετσιπωσιές |
κλητική | ξετσιπωσιά | ξετσιπωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξετσιπωσιά < ξετσιπώνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξετσιπωσιά θηλυκό
- ο ευτελισμός, το ξετσίπωμα, η φτηνή προσέγγιση της ζωής, η έλλειψη αρχών, αξιοπρέπειας, τσίπας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξετσιπωσιά
|