Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτελισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Σύνθετα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ευτελισμ
ός
οι
ευτελισμ
οί
γενική
του
ευτελισμ
ού
των
ευτελισμ
ών
αιτιατική
τον
ευτελισμ
ό
τους
ευτελισμ
ούς
κλητική
ευτελισμ
έ
ευτελισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευτελισμός
<
ευτελίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευτελισμός
αρσενικό
το αποτέλεσμα του
ευτελίζω
, η
απώλεια
της ηθικής
αξίας
Συνώνυμα
επεξεργασία
απαξίωση
Σύνθετα
επεξεργασία
εξευτελισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτελισμός