αναίσχυντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναίσχυντος < αρχαία ελληνική ἀναίσχυντος
Επίθετο
επεξεργασίααναίσχυντος -η, -ο
- που δεν αισχύνεται και (συμπερι)φέρεται αναλόγως
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αναίσχυντα
- αναισχυντία
- → δείτε τις λέξεις αισχύνομαι και αισχύνη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναίσχυντος