συνεσταλμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεσταλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του συστέλλω/συστέλλομαι
Μετοχή
επεξεργασίασυνεσταλμένος, -η, -ο
- (για τα μέλη του σώματος) λυγισμένος και μαζεμένος προς το σώμα
- οι νεκροί στο προϊστορικό νεκροταφείο είχαν ενταφιαστεί σε ελαφρώς συνεσταλμένη στάση
Μετοχή
επεξεργασίασυνεσταλμένος, -η, -ο
- Ο Βασίλης είναι συνεσταλμένο παιδί
Συγγενικά
επεξεργασία- συστολή
- συνεσταλμένα επίρρημα