↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεσταλμένος η συνεσταλμένη το συνεσταλμένο
      γενική του συνεσταλμένου της συνεσταλμένης του συνεσταλμένου
    αιτιατική τον συνεσταλμένο τη συνεσταλμένη το συνεσταλμένο
     κλητική συνεσταλμένε συνεσταλμένη συνεσταλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεσταλμένοι οι συνεσταλμένες τα συνεσταλμένα
      γενική των συνεσταλμένων των συνεσταλμένων των συνεσταλμένων
    αιτιατική τους συνεσταλμένους τις συνεσταλμένες τα συνεσταλμένα
     κλητική συνεσταλμένοι συνεσταλμένες συνεσταλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεσταλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του συστέλλω/συστέλλομαι

συνεσταλμένος, -η, -ο

  • (για τα μέλη του σώματος) λυγισμένος και μαζεμένος προς το σώμα
  • οι νεκροί στο προϊστορικό νεκροταφείο είχαν ενταφιαστεί σε ελαφρώς συνεσταλμένη στάση

συνεσταλμένος, -η, -ο

  • Ο Βασίλης είναι συνεσταλμένο παιδί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία