Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

συστέλλομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος συστέλλω
  2. νιώθω συστολή

  Μεταφράσεις επεξεργασία