se contracter (fr)

  1. συσπώμαι, συστέλλομαι
    le coeur se contracte et se dilate - η καρδιά συστέλλεται και διαστέλλεται
  2. (μεταφορικά) σκληραίνω
    quand il a entendu sa voix, son visage s'est contracté - όταν άκουσε τη φωνή του, το πρόσωπό του σκλήρυνε

Συγγενικά

επεξεργασία