αισχύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αισχύνη | οι | αισχύνες |
γενική | της | αισχύνης | των | αισχυνών |
αιτιατική | την | αισχύνη | τις | αισχύνες |
κλητική | αισχύνη | αισχύνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αισχύνη < αρχαία ελληνική αἰσχύνη < αἰσχύνω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααισχύνη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αισχύνομαι
- αναίσχυντα
- αναισχυντία
- αναίσχυντος
- αναισχυντώ
- ανεπαίσχυντος
- επαίσχυντα
- επαίσχυντος
- καταισχύνη
- → δείτε τη λέξη αίσχος