καταισχύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταισχύνη < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταισχύνη < αρχαία ελληνική καταισχύνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.teˈsçi.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταισχύνη θηλυκό
- (λόγιο, επιτατικό ουσιαστικό) μεγάλη ντροπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταισχύνη
|
Πηγές
επεξεργασία- καταισχύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταισχύνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)