Δείτε επίσης: αισχύνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰσχύνω < αἶσχ(ος) + -ύνω

αἰσχύνω, μεσοπαθητική φωνή: αἰσχύνομαι

  1. ασχημαίνω κάτι
  2. ντροπιάζω, ατιμάζω
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 92.7
    ὧν χρὴ μνησθέντας ἡμᾶς τούς τε πρεσβυτέρους ὁμοιωθῆναι τοῖς πρὶν ἔργοις, τούς τε νεωτέρους πατέρων τῶν τότε ἀγαθῶν γενομένων παῖδας πειρᾶσθαι μὴ αἰσχῦναι τὰς προσηκούσας ἀρετάς,
    Αυτά ας θυμηθούμε. Και οι πιο ηλικιωμένοι από μας ας φάνουμε αντάξιοι των τότε κατορθωμάτων μας, ενώ οι πιο νέοι, οι γιοι εκείνων που έδειξαν, τότε, την αξία τους, ας προσπαθήσουν να μην ντροπιάσουν την αρετή αυτή
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

θέμα με αἰσχυν- αἰσχυντ-

για θέματα με αἰσχρ- → δείτε τη λέξη αἰσχρός
→ και δείτε τη λέξη αἶσχος