-ύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- -ύνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ύνω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ύ‐νω
Επίθημα
επεξεργασία-ύνω (παθητική φωνή: -ύνομαι)
- επίθημα για τον σχηματισμό ρημάτων από επίθετα, που δείχνει ότι το παραγόμενο ρήμα προσδίδει στο αντικείμενό του το χαρακτηριστικό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -ύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας