οξύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξύνω ( < ὀξύ(ς) + -νω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈksi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαοξύνω, πρτ.: όξυνα, αόρ.: όξυνα, παθ.φωνή: οξύνομαι, π.αόρ.: οξύνθηκα, μτχ.π.π.: οξυμμένος/οξυμένος
- κάνω κάτι οξύ
- (μεταφορικά) βελτιώνω (την αντίληψή μου)
- (μεταφορικά) κάνω κάτι χειρότερο ή πιο κρίσιμο
- (μεταφορικά) αυξάνω κάτι σε ένταση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη οξύς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οξύνω | όξυνα | θα οξύνω | να οξύνω | οξύνοντας | |
β' ενικ. | οξύνεις | όξυνες | θα οξύνεις | να οξύνεις | όξυνε | |
γ' ενικ. | οξύνει | όξυνε | θα οξύνει | να οξύνει | ||
α' πληθ. | οξύνουμε | οξύναμε | θα οξύνουμε | να οξύνουμε | ||
β' πληθ. | οξύνετε | οξύνατε | θα οξύνετε | να οξύνετε | οξύνετε | |
γ' πληθ. | οξύνουν(ε) | όξυναν οξύναν(ε) |
θα οξύνουν(ε) | να οξύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όξυνα | θα οξύνω | να οξύνω | οξύνει | ||
β' ενικ. | όξυνες | θα οξύνεις | να οξύνεις | όξυνε | ||
γ' ενικ. | όξυνε | θα οξύνει | να οξύνει | |||
α' πληθ. | οξύναμε | θα οξύνουμε | να οξύνουμε | |||
β' πληθ. | οξύνατε | θα οξύνετε | να οξύνετε | οξύντε | ||
γ' πληθ. | όξυναν οξύναν(ε) |
θα οξύνουν(ε) | να οξύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οξύνει | είχα οξύνει | θα έχω οξύνει | να έχω οξύνει | ||
β' ενικ. | έχεις οξύνει | είχες οξύνει | θα έχεις οξύνει | να έχεις οξύνει | ||
γ' ενικ. | έχει οξύνει | είχε οξύνει | θα έχει οξύνει | να έχει οξύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε οξύνει | είχαμε οξύνει | θα έχουμε οξύνει | να έχουμε οξύνει | ||
β' πληθ. | έχετε οξύνει | είχατε οξύνει | θα έχετε οξύνει | να έχετε οξύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν οξύνει | είχαν οξύνει | θα έχουν οξύνει | να έχουν οξύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οξύνομαι | οξυνόμουν(α) | θα οξύνομαι | να οξύνομαι | ||
β' ενικ. | οξύνεσαι | οξυνόσουν(α) | θα οξύνεσαι | να οξύνεσαι | (οξύνου) | |
γ' ενικ. | οξύνεται | οξυνόταν(ε) | θα οξύνεται | να οξύνεται | ||
α' πληθ. | οξυνόμαστε | οξυνόμαστε οξυνόμασταν |
θα οξυνόμαστε | να οξυνόμαστε | ||
β' πληθ. | οξύνεστε | οξυνόσαστε οξυνόσασταν |
θα οξύνεστε | να οξύνεστε | (οξύνεστε) | |
γ' πληθ. | οξύνονται | οξύνονταν οξυνόντουσαν |
θα οξύνονται | να οξύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οξύνθηκα | θα οξυνθώ | να οξυνθώ | οξυνθεί | ||
β' ενικ. | οξύνθηκες | θα οξυνθείς | να οξυνθείς | οξύνσου | ||
γ' ενικ. | οξύνθηκε | θα οξυνθεί | να οξυνθεί | |||
α' πληθ. | οξυνθήκαμε | θα οξυνθούμε | να οξυνθούμε | |||
β' πληθ. | οξυνθήκατε | θα οξυνθείτε | να οξυνθείτε | οξυνθείτε | ||
γ' πληθ. | οξύνθηκαν οξυνθήκαν(ε) |
θα οξυνθούν(ε) | να οξυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οξυνθεί | είχα οξυνθεί | θα έχω οξυνθεί | να έχω οξυνθεί | οξυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις οξυνθεί | είχες οξυνθεί | θα έχεις οξυνθεί | να έχεις οξυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οξυνθεί | είχε οξυνθεί | θα έχει οξυνθεί | να έχει οξυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οξυνθεί | είχαμε οξυνθεί | θα έχουμε οξυνθεί | να έχουμε οξυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οξυνθεί | είχατε οξυνθεί | θα έχετε οξυνθεί | να έχετε οξυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οξυνθεί | είχαν οξυνθεί | θα έχουν οξυνθεί | να έχουν οξυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οξύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οξύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)