Δείτε επίσης: ὀξύνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξύνω ( < ὀξύ(ς) + -νω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈksi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξύ‐νω

οξύνω, πρτ.: όξυνα, αόρ.: όξυνα, παθ.φωνή: οξύνομαι, π.αόρ.: οξύνθηκα, μτχ.π.π.: οξυμμένος/οξυμένος

  1. κάνω κάτι οξύ
     συνώνυμα: ακονίζω
     αντώνυμα: λειαίνω
  2. (μεταφορικά) βελτιώνω (την αντίληψή μου)
     αντώνυμα: αμβλύνω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι χειρότερο ή πιο κρίσιμο
     συνώνυμα: επιδεινώνω
  4. (μεταφορικά) αυξάνω κάτι σε ένταση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οξύς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία