Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπαροξύνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

προπαροξύνω

  1. (γραμματική) οξύνω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο πολυτονικό σύστημα
  2. (γραμματική) τονίζω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο μονοτονικό σύστημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία