προπαροξύνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπαροξύνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
προπαροξύνω
- (γραμματική) οξύνω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο πολυτονικό σύστημα
- (γραμματική) τονίζω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο μονοτονικό σύστημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπαροξύνω
|