προπαραλήγουσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπαραλήγουσα < (ελληνιστική κοινή) προπαραλήγουσα, θηλυκό του προπαραλήγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προπαραλήγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπαραλήγουσα θηλυκό
- η τρίτη από το τέλος συλλαβή μιας λέξης
- όλες οι λέξεις που τονίζονται στην προπαραλήγουσα παίρνουν οξεία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προπαραλήγουσα