antepenultimate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαantepenultimate (en)
- προπαραλήγων, τρίτος απ' το τέλος, προ-προ-τελευταίος
- (γραμματική) η προπαραλήγουσα
Επίθετο
επεξεργασίαantepenultimate (en)
- που βρίσκεται δύο θέσεις πριν το τέλος, πριν τον προτελευταίο