λέξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέξη | οι | λέξεις |
γενική | της | λέξης* | των | λέξεων |
αιτιατική | τη | λέξη | τις | λέξεις |
κλητική | λέξη | λέξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λέξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λέξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λέξις, λεγ--σις > -ξις + -ση < -ξη < λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈle.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέ‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλέξη θηλυκό
- (γλωσσολογία, γραμματική) η κύρια μονάδα της γλώσσας από άποψη συντακτική, γραμματική και σημασιολογική· αποτελεί ένα σύνολο φθόγγων που αρθρώνονται ενιαία, φέρει νόημα και αποτελείται από ένα ή περισσότερα μορφήματα
- ↪ κλιτή λέξη, άκλιτη λέξη, μονοσύλλαβη, πολυσύλλαβη λέξη
- ↪ Αυτή η πρόταση περιέχει έξι λέξεις.
- (μεταφορικά) φράση, κουβέντα
- ↪ Δεν είπε λέξη όλο το βράδυ.
- (πληροφορική) η μικρότερη μονάδα μνήμης, για την μεταφορά και επεξεργασία εντολών και δεδομένων. Το μέγεθος της λέξης έχει συγκεκριμένο αριθμό bits (m = 1, 2, 4, 8, 16, 32, κλπ.) που εξαρτάται από το ψηφιακό σύστημα και μπορεί να αναπαραστήσει 2m τιμές.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε θέμα λεξ-
→ και δείτε τις λέξεις λεκτικός και λέγω για περισσότερα θέματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λέξη
|
Πηγές
επεξεργασία- λέξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας