σταυρόλεξο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταυρόλεξο < σταυρό- + λέξ(η) + -ο (-ον αντί του -ιον στην καθαρεύουσα), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική crossword [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /staˈvɾo.le.kso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταυ‐ρό‐λε‐ξο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυρόλεξο ουδέτερο
- παιχνίδι σε χαρτί με κουτάκια σε οριζόντια και κάθετη διάταξη, εντός των οποίων τοποθετούνται γράμματα λέξεων με τη βοήθεια αριθμημένων επεξηγήσεων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταυρόλεξο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταυρόλεξο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας