Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταυρόλεξο τα σταυρόλεξα
      γενική του σταυρόλεξου των σταυρόλεξων
    αιτιατική το σταυρόλεξο τα σταυρόλεξα
     κλητική σταυρόλεξο σταυρόλεξα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυρόλεξο < σταυρό- + λέξ(η) + -ο (-ον αντί του -ιον στην καθαρεύουσα), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική crossword [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staˈvɾo.le.kso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταυ‐ρό‐λε‐ξο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταυρόλεξο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία