Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουτάκι τα κουτάκια
      γενική
    αιτιατική το κουτάκι τα κουτάκια
     κλητική κουτάκι κουτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτάκι < κουτ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐τά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό κουτί
  2. (συσκευασία) το κουτί αναψυκτικού
  3. μικρό ορθογώνιο σε σχέδια ή διαγράμματα
    Πρέπει να συμπληρώσεις τα κουτάκια που υπάρχουν δίπλα σε κάθε ερώτηση.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουτί