ορθογώνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθογώνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθογώνιο ουδέτερο
- παραλληλόγραμμο με ορθές γωνίες (βλ. ορθογώνιο παραλληλόγραμμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθογώνιο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ορθογώνιο
- αιτιατική ενικού του ορθογώνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ορθογώνιος