Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναψυκτικό τα αναψυκτικά
      γενική του αναψυκτικού των αναψυκτικών
    αιτιατική το αναψυκτικό τα αναψυκτικά
     κλητική αναψυκτικό αναψυκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναψυκτικό < αναψυκτικός < αναψύχω
 
Αναψυκτικά με γεύση φρούτων.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναψυκτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία