γκαζόζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαζόζα | οι | γκαζόζες |
γενική | της | γκαζόζας | — | |
αιτιατική | την | γκαζόζα | τις | γκαζόζες |
κλητική | γκαζόζα | γκαζόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκαζόζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gassosa
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαζόζα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γκάζι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γκαζόζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.