↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαζόζα οι γκαζόζες
      γενική της γκαζόζας
    αιτιατική την γκαζόζα τις γκαζόζες
     κλητική γκαζόζα γκαζόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαζόζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gassosa
ή < (άμεσο δάνειο) τουρκική gazoz + < ιταλική gassosa < gas < ολλανδική gaz < λατινική chaos < αρχαία ελληνική χάος (αντιδάνειο)[1]
ή gazzosa, θηλυκό του gassoso < gas < κ.λπ. [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκαζόζα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γκαζόζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.