γκάζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκάζι | τα | γκάζια |
γενική | του | γκαζιού | των | γκαζιών |
αιτιατική | το | γκάζι | τα | γκάζια |
κλητική | γκάζι | γκάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκάζι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gaz < ολλανδική gaz < λατινική chaos < αρχαία ελληνική χάος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκάζι ουδέτερο
- φωταέριο
- Τελείωσε το γκάζι.
- (κατ’ επέκταση) το εργοστάσιο παραγωγής φωταερίου
- Το πετάλι επιτάχυνσης του αυτοκινήτου.
- Πάτα γκάζι.
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό) επίπληξη
Συγγενικά
επεξεργασία- γκαζάδικο (για πλοίο)
- γκαζάκι (υποκοριστικό)
- γκαζιά
- γκαζιέρα
- γκαζόζα
- γκαζοζέν (παρωχημένο)
- γκαζόλαμπα
- γκαζοντενεκές
- γκαζωμένος
- γκαζώνω
- πετρογκάζ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωταέριο
πετάλι