γκαζωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γκαζώνω
Μετοχή επεξεργασία
γκαζωμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει υπερβολική ταχύτητα
- (οικείο) του οποίου το ηθικό έχει αυξηθεί πάρα πολύ
- γκαζωμένοι εμφανίστηκαν οι παίκτες στο στάδιο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαζωμένος
|