γκαζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγκαζώνω, αόρ.: γκάζωσα, παθ.φωνή: γκαζώνομαι, π.αόρ.: γκαζώθηκα, μτχ.π.π.: γκαζωμένος
- πατάω απότομα γκάζι και επιταχύνω ξαφνικά το όχημά μου
- (μεταφορικά) οδηγώ πολύ γρήγορα και επικίνδυνα
- (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον άδικα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκαζώνω | γκάζωνα | θα γκαζώνω | να γκαζώνω | γκαζώνοντας | |
β' ενικ. | γκαζώνεις | γκάζωνες | θα γκαζώνεις | να γκαζώνεις | γκάζωνε | |
γ' ενικ. | γκαζώνει | γκάζωνε | θα γκαζώνει | να γκαζώνει | ||
α' πληθ. | γκαζώνουμε | γκαζώναμε | θα γκαζώνουμε | να γκαζώνουμε | ||
β' πληθ. | γκαζώνετε | γκαζώνατε | θα γκαζώνετε | να γκαζώνετε | γκαζώνετε | |
γ' πληθ. | γκαζώνουν(ε) | γκάζωναν γκαζώναν(ε) |
θα γκαζώνουν(ε) | να γκαζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκάζωσα | θα γκαζώσω | να γκαζώσω | γκαζώσει | ||
β' ενικ. | γκάζωσες | θα γκαζώσεις | να γκαζώσεις | γκάζωσε | ||
γ' ενικ. | γκάζωσε | θα γκαζώσει | να γκαζώσει | |||
α' πληθ. | γκαζώσαμε | θα γκαζώσουμε | να γκαζώσουμε | |||
β' πληθ. | γκαζώσατε | θα γκαζώσετε | να γκαζώσετε | γκαζώστε | ||
γ' πληθ. | γκάζωσαν γκαζώσαν(ε) |
θα γκαζώσουν(ε) | να γκαζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκαζώσει | είχα γκαζώσει | θα έχω γκαζώσει | να έχω γκαζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γκαζώσει | είχες γκαζώσει | θα έχεις γκαζώσει | να έχεις γκαζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γκαζώσει | είχε γκαζώσει | θα έχει γκαζώσει | να έχει γκαζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκαζώσει | είχαμε γκαζώσει | θα έχουμε γκαζώσει | να έχουμε γκαζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γκαζώσει | είχατε γκαζώσει | θα έχετε γκαζώσει | να έχετε γκαζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γκαζώσει | είχαν γκαζώσει | θα έχουν γκαζώσει | να έχουν γκαζώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκαζώνομαι | γκαζωνόμουν(α) | θα γκαζώνομαι | να γκαζώνομαι | ||
β' ενικ. | γκαζώνεσαι | γκαζωνόσουν(α) | θα γκαζώνεσαι | να γκαζώνεσαι | ||
γ' ενικ. | γκαζώνεται | γκαζωνόταν(ε) | θα γκαζώνεται | να γκαζώνεται | ||
α' πληθ. | γκαζωνόμαστε | γκαζωνόμαστε γκαζωνόμασταν |
θα γκαζωνόμαστε | να γκαζωνόμαστε | ||
β' πληθ. | γκαζώνεστε | γκαζωνόσαστε γκαζωνόσασταν |
θα γκαζώνεστε | να γκαζώνεστε | (γκαζώνεστε) | |
γ' πληθ. | γκαζώνονται | γκαζώνονταν γκαζωνόντουσαν |
θα γκαζώνονται | να γκαζώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκαζώθηκα | θα γκαζωθώ | να γκαζωθώ | γκαζωθεί | ||
β' ενικ. | γκαζώθηκες | θα γκαζωθείς | να γκαζωθείς | γκαζώσου | ||
γ' ενικ. | γκαζώθηκε | θα γκαζωθεί | να γκαζωθεί | |||
α' πληθ. | γκαζωθήκαμε | θα γκαζωθούμε | να γκαζωθούμε | |||
β' πληθ. | γκαζωθήκατε | θα γκαζωθείτε | να γκαζωθείτε | γκαζωθείτε | ||
γ' πληθ. | γκαζώθηκαν γκαζωθήκαν(ε) |
θα γκαζωθούν(ε) | να γκαζωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γκαζωθεί | είχα γκαζωθεί | θα έχω γκαζωθεί | να έχω γκαζωθεί | γκαζωμένος | |
β' ενικ. | έχεις γκαζωθεί | είχες γκαζωθεί | θα έχεις γκαζωθεί | να έχεις γκαζωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γκαζωθεί | είχε γκαζωθεί | θα έχει γκαζωθεί | να έχει γκαζωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γκαζωθεί | είχαμε γκαζωθεί | θα έχουμε γκαζωθεί | να έχουμε γκαζωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γκαζωθεί | είχατε γκαζωθεί | θα έχετε γκαζωθεί | να έχετε γκαζωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γκαζωθεί | είχαν γκαζωθεί | θα έχουν γκαζωθεί | να έχουν γκαζωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκαζώνω
|