Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαζώνω < γκάζ(ι) + -ώνω

γκαζώνω, αόρ.: γκάζωσα, παθ.φωνή: γκαζώνομαι, π.αόρ.: γκαζώθηκα, μτχ.π.π.: γκαζωμένος

  1. πατάω απότομα γκάζι και επιταχύνω ξαφνικά το όχημά μου
  2. (μεταφορικά) οδηγώ πολύ γρήγορα και επικίνδυνα
  3. (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον άδικα

Μεταφράσεις

επεξεργασία