Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιτάχυνση οι επιταχύνσεις
      γενική της επιτάχυνσης* των επιταχύνσεων
    αιτιατική την επιτάχυνση τις επιταχύνσεις
     κλητική επιτάχυνση επιταχύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιταχύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτάχυνση < μεσαιωνική ελληνική ἐπιτάχυνσις < ἐπιταχύνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιτάχυνση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιταχύνω, η αύξηση ταχύτητας ενός αντικειμένου, μιας διαδικασίας κλπ.
  2. μεταβολή στο μέτρο ή την κατεύθυνση του διανύσματος της ταχύτητας ενός σώματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία