γκαζόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαζόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική gazon[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαζόν ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ γκαζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας