↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χλοοτάπητας οι χλοοτάπητες
      γενική του χλοοτάπητα των χλοοταπήτων
    αιτιατική τον χλοοτάπητα τους χλοοτάπητες
     κλητική χλοοτάπητα χλοοτάπητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλοοτάπητας < χλόη + τάπητας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλοοτάπητας αρσενικό

  • γρασίδι που σπέρνεται ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, πχ γήπεδο ποδοσφαίρου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • έτοιμος χλοοτάπητας - χλοοτάπητας που πουλιέται σε κομμάτια, για τη γρήγορη κάλυψη μιας επιφάνειας ή για την επισκευή κατεστραμμένων τμημάτων ενός υπάρχοντος χλοοτάπητα
  • τεχνητός χλοοτάπητας - χλοοτάπητας από συνθετικό, πλαστικό γρασίδι με μικρά κομμάτια μαύρου λάστιχου αντί για χώμα συνήθως για γήπεδα ποδοσφαίρου ή γενικότερα για χαμηλής συντήρησης χρήση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία