χλοοτάπητας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχλοοτάπητας αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- έτοιμος χλοοτάπητας - χλοοτάπητας που πουλιέται σε κομμάτια, για τη γρήγορη κάλυψη μιας επιφάνειας ή για την επισκευή κατεστραμμένων τμημάτων ενός υπάρχοντος χλοοτάπητα
- τεχνητός χλοοτάπητας - χλοοτάπητας από συνθετικό, πλαστικό γρασίδι με μικρά κομμάτια μαύρου λάστιχου αντί για χώμα συνήθως για γήπεδα ποδοσφαίρου ή γενικότερα για χαμηλής συντήρησης χρήση