γήπεδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γήπεδο | τα | γήπεδα |
γενική | του | γηπέδου & γήπεδου |
των | γηπέδων |
αιτιατική | το | γήπεδο | τα | γήπεδα |
κλητική | γήπεδο | γήπεδα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γήπεδο < γη + πεδ- (βλέπε πεδίο, πεδιάδα)
- γήπεδο < προέρχεται από το αρχαίο ρήμα καταγείῳ < κατά + γῇ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγήπεδο ουδέτερο
- μεγάλη επίπεδη έκταση γης
- (αθλητισμός) χώρος διεξαγωγής ομαδικών αθλημάτων
- η έδρα μιας ομάδας
- γηπεδάκι
- γηπεδάρα