terrain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
terrain | terrains |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαterrain (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έδαφος, χρησιμοποιείται να αναφέρεται σε μια περιοχή γης όταν αναφέρει τα φυσικά της χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, αν είναι τραχιά, επίπεδη κτλ.
- ⮡ mountainous terrain - ορεινό έδαφος
Πηγές
επεξεργασία- terrain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 260. ISBN 9780194325684., λήμμα: έδαφος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
terrain | terrains |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαterrain (fr) αρσενικό
- το γήπεδο